-
1 μεσσοτύλαρον
μες<ς>οτύλαρον· αἰδοῖον, Hsch. [full] μες<ς>όψηρον· ἡμίξηρον, Id. [full] μεσσωτήρ· ὁ μεσιτεύων κατὰ τὸν ἀγῶνα, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσσοτύλαρον
См. также в других словарях:
μεσσωτήρ — και μεσωτήρ, ὁ (Α) [μεσώ] (κατά τον Ησύχ.) «ὁ μεσιτεύων κατὰ τὸν ἀγῶνα» … Dictionary of Greek